ἰσοχρόνως

ἰσοχρόνως
ἰσόχρονος
equal in period of revolution
adverbial
ἰσόχρονος
equal in period of revolution
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ισόχρονος — η, ο (ΑΜ ἰσόχρονος, ον) 1. αυτός που γίνεται κατά την ίδια χρονική στιγμή, σύγχρονος 2. αυτός που γίνεται κατά ίσα χρονικά διαστήματα νεοελλ. φρ. «ισόχρονη γραμμή» νοητή γραμμή που συνδέει όλα τα γεωγραφικά σημεία στα οποία αρχίζει να εκδηλώνεται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”